κριτής

κριτής
ο (AM κριτής) [κρίνω]
1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος... ὁ δίκαιος κριτής», ΚΔ
γ. «οὔτε γὰρ παρὰ θεάτρου δεῑ τόν γε ἀληθῆ κριτὴν κρίνειν μανθάνοντα καὶ ἐκπληττόμενον ἀπὸ τοῡ θορύβου τῶν πολλῶν», Πλάτ.)
2. (στην ΠΔ) α) αιρετὸς κυβερνήτης τών Ιουδαίων
β) στον πληθ. Κριταί
τίτλος βιβλίου τής ΠΔ
3. (στο Βυζ.) αξιωματούχος επιτηρητής («κριτὴς τοῡ ἱπποδρόμου)
μσν.
φρ. «κριτὴς τῆς βασιλικῆς τάξεως» — αξιωματούχος τών ανακτόρων
αρχ.
φρ. α) «λαμβάνω κριτήν» — έχω υπερασπιστή ή υποστηρικτή
β) «ἐνυπνίων κριτής» — ονειροκρίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κριτής — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτής — ο 1. αυτός που κρίνει, δικαστής. 2. διαιτητής, κριτής αγώνα, πραγματογνώμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φίλων κριτὴς μὴ γίνου. — φίλων κριτὴς μὴ γίνου. См. Двое дерутся, третий не подходи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… …   Dictionary of Greek

  • κριταῖν — κριτής judge masc gen/dat dual κριτός separated fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταῖς — κριτής judge masc dat pl κριτός separated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταῖσι — κριτής judge masc dat pl (epic ionic aeolic) κριτός separated fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταί — κριτής judge masc nom/voc pl κριτός separated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτοῦ — κριτής judge masc gen sg κριτός separated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”